ἀγωνία — ἀγωνίᾱ , ἀγωνία contest fem nom/voc/acc dual ἀγωνίᾱ , ἀγωνία contest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱ , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱ , ἀγωνιάω contend eagerly pres imperat act 2nd sg ἀγωνίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
ἀγωνίᾳ — ἀγωνίαι , ἀγωνία contest fem nom/voc pl ἀγωνίᾱͅ , ἀγωνία contest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνία — η μεγάλη στενοχώρια, αδημονία: Με μεγάλη αγωνία περίμενε την ημέρα αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγωνιᾶ — ἀγωνιάω contend eagerly pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνιάω contend eagerly pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώνια — ἀγώνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίας — ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem acc pl ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀγωνίας — ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem acc pl ἀγωνίᾱς , ἀγωνία contest fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνίαν — ἀγωνίᾱν , ἀγωνία contest fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱γωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγωνίᾱν , ἀγωνιάω contend eagerly imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνιάσας — ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly pres part act fem acc pl (doric) ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly pres part act fem gen sg (doric) ἀγωνιά̱σᾱς , ἀγωνιάω contend eagerly aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)